παγχαρής

παγχαρής
παγχαρής
gladdening all
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παγχαρής — παγχαρής, ές (Α) 1. αυτός που χαροποιεί, που ευφραίνει τους πάντες και τα πάντα 2. γεμάτος από χαρά, αυτός που χαίρει, που ευφραίνεται υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρής (< χαίρω / χαίρομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πάγχαρτος — πάγχαρτος, ον (Α) παγχαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρτός (< θ. χαρ τού χαίρω), πρβλ. επί χαρτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”